ομοτοιχος

ομοτοιχος
    ὁμότοιχος
    ὁμό-τοιχος
    2
    отделенный (одной) стеной, смежный, соседний
    

(οἰκία Isae.)

    ὁ. τῇ βιβλιοθήκῃ οἶκος Diod. — смежное (или соседнее) с библиотекой помещение;
    ὁ. οἰκεῖν Plat. — жить рядом, быть соседом;
    γείτων ὁ. Aesch. — близкий сосед


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ομοτοιχος" в других словарях:

  • ὁμότοιχος — having one common wall masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομότοιχος — η, ο (Α ὁμότοιχος, ον) 1. αυτός που χωρίζεται από άλλον με μεσοτοιχία, με κοινό τοίχο, γειτονικός 2. (για κτήρια) αυτός που βρίσκεται παραπλεύρως, ο συνεχόμενος νεοελλ. φρ. «ομότοιχος ναύτης» ναύτης που ανήκει στην ίδια τοιχαρχία με άλλον ναύτη… …   Dictionary of Greek

  • ὁμότοιχον — ὁμότοιχος having one common wall masc/fem acc sg ὁμότοιχος having one common wall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοτοίχους — ὁμότοιχος having one common wall masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομοειρκτής — ὁμοειρκτής, οῡ, ὁ (Α) (κατά τον Φώτ.) «ὁμότοιχος ἐκ τοῡ αὐτοῡ γένους». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὁμοερκής*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»